- προσμετρώ
- προσμέτρησα, προσμετρήθηκα, μετρώ μαζί και κάτι άλλο, υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω: Τα στρατιωτικά χρόνια προσμετριούνται στη συντάξιμη υπηρεσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.