προσμετρώ

προσμετρώ
προσμέτρησα, προσμετρήθηκα, μετρώ μαζί και κάτι άλλο, υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω: Τα στρατιωτικά χρόνια προσμετριούνται στη συντάξιμη υπηρεσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσμετρώ — προσμετρῶ, έω, ΝΑ, και προσμετράω Ν συναριθμώ, προσυπολογίζω, συνυπολογίζω. αρχ. 1. καταβάλλω πρόσθετη οφειλή σε είδος 2. συνάπτω, συνδέω 3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ προσμετρούμενα (σχετικά με φόρο) πρόσθετο ποσοστό …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσμέτρηση — η, Ν συνυπολογισμός, προσυπολογισμός, συναρίθμηση («για τον καθορισμό τού ποσού τής σύνταξής του ζήτησε την προσμέτρηση τών χρόνων που εργάστηκε στο εξωτερικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσμετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσμέτρησις, μαρτυρείται από το 1833… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”